ὀψείω

ὀψείω
ὀψείω, ([etym.] ὄψομαι) Desiderat. of ὁράω,
A wish to see, c. gen.,

ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Il.14.37

: [tense] impf. ὤψεον in Sophr.81.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀψείω — wish to see pres subj act 1st sg ὀψείω wish to see pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψείω — ὀψείω (Α) (ως εφετικό τού ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ τού ὄπωπα* + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω, ναυμαχη σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • ὤψειον — ὀψείω wish to see imperf ind act 3rd pl ὀψείω wish to see imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψείοντες — ὀψείω wish to see pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”